σαρκοποιώ

σαρκοποιώ
-έω, ΜΑ [σαρκοποιός] μσν. παθ. σαρκοποιοῡμαι, -έομαι
(για τον Ιησού Χριστό) ενσαρκώνομαι, λαμβάνω ανθρώπινη υπόσταση
αρχ.
κατασκευάζω κάτι από σάρκα («σαρκοποιεῑν τὸν ἄνθρωπον ὅλον», Πλούτ.).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • σαρκοποιία — ἡ, Α [σαρκοποιῶ] το να γίνεται κάτι από σάρκα …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”